ακαταβάπτιστος

ακαταβάπτιστος
ἀκαταβάπτιστος, -ον (Α) [καταβαπτίζω]
αυτός που δεν έχει καταβαπτιστεί, που δεν έχει καλυφθεί από το νερό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”